- γράφω
- έγραψα, γράφ(τ)ηκα, γραμμένος1. παρασταίνω με γράμματα τις σκέψεις μου, διατυπώνω γραπτά κάτι: Μου έγραψε μια επιστολή με τα παράπονά του.2. συντάσσω άρθρα, βιβλία, συνθέτω μουσική: Έγραψα ένα άρθρο για την τοπική εφημερίδα. – Έγραψε ένα ερωτικό τραγούδι.3. εγγράφω, καταχωρίζω: Γράφτηκα στο πανεπιστήμιο.4. ορίζω κάποιον κληρονόμο με διαθήκη: Έγραψε τα κτήματα στα παιδιά του.5. το ουδ. της μτχ. ως ουσ., γραμμένο η μοίρα, το γραφτό: Κανείς δεν μπορεί ν’ αποτρέψει της μοίρας τα γραμμένα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.